- ταχτικός
- ή, -ό, Νβλ. τακτικός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ταχτικός — ταχτικός, ή, ό και τακτικός, ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που γίνεται σε ορισμένο χρόνο ή με ορισμένο τρόπο, ο μόνιμος, ο συνηθισμένος: Κάνω τον ταχτικό μου περίπατο. 2. ακριβής, συνεπής, μεθοδικός: Είναι ταχτικός στις πληρωμές του. 3. «ταχτικά… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τακτικός — ή, ό / τακτικός, ή, όν, ΝΜΑ, και ταχτικός, ή, ό, Ν [τάσσω] νεοελλ. 1. αυτός που συμβαίνει κατά ορισμένο τρόπο ή σε ορισμένο χρόνο, σε αντιδιαστολή με τον έκτακτο (α. «κάθε απόγευμα κάνει τον τακτικό του περίπατο» β. «τακτική συνέλευση» γ.… … Dictionary of Greek
νοικοκυρίστικος — η, ο επίρρ. α αυτός που γίνεται με τάξη, φροντίδα, επιμέλεια, ο ταχτικός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
νοικοκύρης — ο πληθ. ηδες και αίοι 1. οικοδεσπότης: Φωνάζει οκλέφτης να φύγει ο νοικοκύρης (παροιμ.). 2. ιδιοκτήτης κτήματος, εκμισθωτής: Ο νοικοκύρης ζητάει το νοίκι. 3. κύριος, υπεύθυνος, αυτεξούσιος: Νοικοκύρης είσαι και κάνε όπως καταλαβαίνεις. 4.… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προκόβω — πρόκοψα, προκομμένος 1. προοδεύω, εξελίσσομαι, μεγαλώνω: Πρόκοψε στη δουλειά του. 2. είμαι ή γίνομαι εργατικός: Πρόκοψε η ακαμάτρα, όταν είδε την κόμματα (παροιμ.). 3. για ζώα και φυτά, μεγαλώνω, ευδοκιμώ, αποδίδω: Δεν προκόβουν τα αμπέλια στον… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τακτικός — ή, ό βλ. ταχτικός, ή, ό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)